- λεπτομεριμνία
- λεπτομεριμνία, ἡ (Α) [λεπτομέριμνος]προσοχή ή μέριμνα για μικρά, μηδαμινά πράγματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λεπτομεριμνίας — λεπτομεριμνίᾱς , λεπτομεριμνία attention to trifles fem acc pl λεπτομεριμνίᾱς , λεπτομεριμνία attention to trifles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)